Εκσυγχρονίστε και αναβαθμίστε τη ψηφιακή υποδομή του λογιστικού σας γραφείου!

Μάθετε περισσότερα

Ο φορολογικός σας σύμβουλος! Αποκτήστε πρόσβαση στη γνώση από €8,33/ μήνα.

Μάθετε περισσότερα

Νομολογία

ΣτΕ 45/2010

Αριθμός 45/2010

Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 52 του π.δ.τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999) ___________________

Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 10 Δεκεμβρίου 2009 με την εξής σύνθεση : Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος, Η. Μάζος, Πάρεδρος. Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.

Για να αποφασίσει σχετικά με την από 22 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «SAPEC AGRO S.A.», που εδρεύει στη Λισαβόνα Πορτογαλίας (Alameda dos Oceanos lote 1.06.1.1 – 3o A Parque das Na??es, 1990-207, Lisboa, Portugal),

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 131155/20.8.2009 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Κατά τη συνεδρίασή της η Επιτροπή άκουσε τον Εισηγητή, Πάρεδρο Η. Μάζο.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2470590/2009 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, καθ’ ερμηνείαν του δικογράφου, η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης 131155/20.8.2009 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία ανακλήθηκε η υπ’ αριθμ. 60.064 έγκριση κυκλοφορίας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος (μυκητοκτόνου) ETYLIT 80 WP, κάτοχος της οποίας είναι η αιτούσα εταιρεία. Κατά της ίδιας πράξης έχει ασκηθεί και αίτηση ακυρώσεως, για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 23.2.2010.

3. Επειδή, η έγκριση, η διάθεση στην αγορά και ο έλεγχος των φυτοπροστατευτικών προϊόντων ρυθμίζονται από το π.δ. 115/1997 (ΦΕΚ Α΄ 104), με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου («σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων», ΕΕ L 230). Στο προεδρικό διάταγμα αυτό ορίζεται (άρθρο 3 παρ. 1) ότι επιτρέπεται, καταρχήν, η διάθεση στην αγορά και η χρήση στη χώρα φυτοπροστατευτικών προϊόντων που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 το προϊόν εγκρίνεται, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις μεταξύ των οποίων εφόσον (στοιχ. α΄) οι δραστικές ουσίες, που περιέχει, έχουν καταχωρισθεί στο Παράρτημα Ι του διατάγματος και πληρούνται οι όροι καταχωρίσεως, και εφόσον (στοιχ. β΄), υπό το φως των τρεχουσών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αποδεικνύεται ότι, «χρησιμοποιούμενο σωστά» κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3, το προϊόν «iii. δεν προκαλεί μη αναγκαίους πόνους στα καταπολεμητέα σπονδυλωτά». Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο Παράρτημα Ι γίνεται, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παρ. 1 του διατάγματος, αφού ληφθεί σχετική απόφαση από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 19 της Οδηγίας 91/414/ΕΚ, με την οποία αποφασίζονται και οι όροι της καταχώρισης (θεσπίζονται, πάντως, με το άρθρο 8 του διατάγματος μεταβατικές διατάξεις και παρεκκλίσεις και προβλέπεται ειδικότερα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αφενός, η χορήγηση προσωρινής, για περίοδο μέχρι 3 ετών, εγκρίσεως διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν νεοφανή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστική ουσία, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι [παρ. 1], και, αφετέρου, η χορήγηση, για ορισμένο χρονικό διάστημα, εγκρίσεων κυκλοφορίας σε προϊόντα που περιέχουν γνωστές στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι [παρ. 2 και 3]).

Εξάλλου, στο άρθρο 13 ορίζεται ότι ο αιτών την έγκριση κυκλοφορίας φυτοπροστατευτικού προϊόντος, υποχρεούται να υποβάλει, μαζί με την αίτησή του,

«α) φάκελο που να πληροί, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, τις απαιτήσεις του παραρτήματος III ["Πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο φάκελο για να εγκριθεί ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν"], και

β) για κάθε δραστική ουσία του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, φάκελο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II ["Πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο φάκελο που υποβάλλεται για να καταχωρηθεί μια δραστική ουσία στο Παράρτημα I"] » (παρ. 1).

Καταρχήν, δεν επιτρέπεται, κατά την χορήγηση εγκρίσεων, να χρησιμοποιούνται προς όφελος άλλων αιτούντων πληροφορίες που αναφέρονται στα Παραρτήματα II και III (παρ. 3 και 4), ειδικώς, όμως, προκειμένου περί των δοκιμών επί των σπονδυλωτών, προβλέπονται στην παρ. 7, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«…Εάν μία δραστική ουσία είναι καταχωρημένη στο Παράρτημα I:

α) οι αιτούντες έγκριση για φυτοπροστατευτικά προϊόντα πρέπει πριν διεξαγάγουν πειράματα επί σπονδυλωτών, να ζητούν πληροφορίες από την αρμόδια αρχή: - εάν το φυτοπροστατευτικό προϊόν, για το οποίο πρόκειται να υποβληθεί αίτηση, είναι το ίδιο με άλλο για το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί έγκριση, και - για το όνομα ή την επωνυμία και τη διεύθυνση ή την έδρα του ή των κατόχων της έγκρισης. Το αίτημα πρέπει να τεκμηριώνεται με ενδείξεις ότι ο μελλοντικός αιτών προτίθεται να υποβάλλει αίτηση έγκρισης για λογαριασμό του και ότι οι άλλες πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι διαθέσιμες.

β) η αρμόδια αρχή εφόσον πεισθεί ότι ο αιτών πληροφορίες προτίθεται να υποβάλλει την αίτηση αυτή, του γνωστοποιεί το όνομα η την επωνυμία και τη διεύθυνση ή την έδρα του ή των κατόχων των προηγουμένων σχετικών εγκρίσεων και κοινοποιεί ταυτόχρονα στους κατόχους αυτών, το όνομα και την επωνυμία και τη διεύθυνση ή την έδρα του αιτούντος τις πληροφορίες. Ο ή οι κάτοχοι των προηγούμενων εγκρίσεων και ο μελλοντικός αιτών λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν συμφωνία για την από κοινού χρησιμοποίηση των πληροφοριών, ώστε να αποφεύγεται η επανάληψη δοκιμών επί των σπονδυλωτών. Σε περίπτωση που απαιτούνται πληροφορίες για την καταχώρηση, στο Παράρτημα Ι, γνωστής στην Ευρωπαϊκή Ένωση δραστικής ουσίας, η αρμόδια Αρχή ενθαρρύνει τους κατόχους των πληροφοριών αυτών να συνεργαστούν για την παροχή τους προκειμένου να περιορίζεται η επανάληψη των δοκιμών επί των σπονδυλωτών. Εάν παρόλα αυτά, ο αιτών την έγκριση και οι κάτοχοι των προηγουμένων εγκρίσεων του ίδιου προϊόντος δεν κατορθώσουν να συμφωνήσουν εντός τριμήνου, για την από κοινού χρήση των πληροφοριών, ο καθένας από αυτούς μπορεί να γνωστοποιήσει αυτό, εγγράφως, στην αρμόδια Αρχή. Ο Υπουργός Γεωργίας όταν ο αιτών την έγκριση και οι κάτοχοι των προηγουμένων εγκρίσεων είναι εγκατεστημένοι (έδρα) στη χώρα, με απόφασή του, κατόπιν αίτησης του αιτούντος την έγκριση και μετά σύμφωνη γνώμη του Α.ΣΥ.ΓΕ.Φ [Ανωτάτου Συμβουλίου Γεωργικών Φαρμάκων], αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν οι δοκιμές σε σπονδυλωτά και καθορίζει προσωρινό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο αιτών την έγκριση στους κατόχους των προηγουμένων εγκρίσεων για την από κοινού χρήση των πληροφοριών. Η απόφαση αυτή του Υπουργού κοινοποιείται νόμιμα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Το Α.ΣΥ.ΓΕ.Φ για την έκδοση της γνώμης του αυτής λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις των ενδιαφερομένων μερών και την εισήγηση της αρμόδιας Αρχής και μπορεί να καλεί νόμιμα τα ενδιαφερόμενα μέρη προ δέκα (10) ημερών τουλάχιστον να αναπτύξουν και προφορικά τις απόψεις τους τα ίδια ή με ή μετά πληρεξουσίων τους…».

Τέλος, με την απόφαση 102696/23.7.2002 του Υπουργού Γεωργίας ("Επανέγκριση των σκευασμάτων μετά την καταχώρηση στο [Παράρτημα] Ι της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ της/των δραστικών ουσιών του σκευάσματος", Β΄ 1047), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 105349/15.6.2004 του Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 955), καθορίστηκαν οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβληθούν στην Διεύθυνση Προστασίας Φυτικής Παραγωγής του Υπουργείου τα απαιτούμενα δικαιολογητικά σύμφωνα με το ως άνω π.δ. 115/1997, άρθρο 13 παρ. 1 και 2, προκειμένου να επαναξιολογηθούν οι υφιστάμενες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν "παλιές" δραστικές ουσίες, μετά την καταχώριση στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ των δραστικών ουσιών του σκευάσματος, και ορίσθηκαν περαιτέρω (σημείο 4) τα εξής:

«Εάν οι κάτοχοι των εγκρίσεων δεν υποβάλουν εμπρόθεσμα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή εάν αποδειχθεί ότι η/οι δραστική(ές) ουσία(ες) του σκευάσματος δεν είναι όμοιες με αυτή που καταχωρήθηκε στο Παρ/μα I της οδηγίας 91/414/EOΚ ή εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια ασφαλείας που υπαγορεύονται από το Π.Δ. 115/1997, η Δ/νση Προστασίας Φυτικής Παραγωγής εκδίδει απόφαση ανάκλησης της σχετικής άδειας. Στην περίπτωση αυτή σταματάει η τιμολόγηση των προϊόντων από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της σχετικής απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανάκλησης της έγκρισης ενώ παράλληλα δίνεται χρόνος ενός (1) έτους για την πώληση των υπαρχόντων αποθεμάτων από τα καταστήματα λιανικής πώλησης και χρήσης από τους αγρότες. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα η εμπορία και χρήση των σκευασμάτων των οποίων έχει ανακληθεί η έγκριση, δεν επιτρέπεται».

4. Επειδή, με την Οδηγία 2006/64/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2006 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 206) τροποποιήθηκε η Οδηγία 91/414/ΕΟΚ με την καταχώριση στο Παράρτημα I, μεταξύ άλλων, της δραστικής ουσίας fosetyl και ορίσθηκε ότι, εντός ορισμένης προθεσμίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται προς συμμόρφωση με την ως άνω τροποποιητική Οδηγία και τροποποιούν ή ανακαλούν, κατά περίπτωση, τις ισχύουσες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την εν λόγω ουσία fosetyl ως δραστική ουσία. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 116076/9.2.2007 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Β΄ 261) συμπληρώθηκε ο πίνακας του Παραρτήματος I του π.δ.τος 115/1997 ώστε να καταχωριστούν σε αυτό ορισμένες δραστικές ουσίες, μεταξύ των οποίων και η ουσία fosetyl, σε συμμόρφωση προς την παραπάνω Οδηγία 2006/64/ΕΚ της Επιτροπής, ορίσθηκαν δε περαιτέρω οι ενέργειες της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τα ήδη εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ως άνω δραστική ουσία.

Ενόψει δε των οριζομένων στην τελευταία αυτή κοινή υπουργική απόφαση, στην μνημονευομένη στην προηγούμενη σκέψη 102696/23.7.2002 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και στο άρθρο 4 παρ.6 του π.δ.τος 115/2007 που αναφέρεται στις προϋποθέσεις ανακλήσεως των εγκρίσεων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, με την προσβαλλόμενη απόφαση 131155/20.8.2009 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανακλήθηκε η με αριθμό 60.064 έγκριση κυκλοφορίας του προϊόντος ETYLIT 80 WP (μηκυτοκτόνου), κάτοχος της οποίας είναι η αιτούσα εταιρεία, με την εξής αιτιολογία:

«Μετά την καταχώριση της ουσίας [fosetyl, την οποία περιέχει το ανωτέρω προϊόν ως δραστική ουσία] στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του Π.Δ. 115/97, ο κάτοχος της έγκρισης δεν έχει πλήρη φάκελο που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙ του Π.Δ. 115/97, και συγκεκριμένα του λείπουν οι παρακάτω δοκιμές σε σπονδυλωτά:

1. Marshall R. 1998 …

2. Van Dijk A. 2000 … και δεν μπορεί να γίνει εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 7β του π.δ. 115/97 “για από κοινού χρησιμοποίηση και αποφυγή της επανάληψης δοκιμών επί των σπονδυλωτών στην καταχωρισμένη δραστική ουσία fosetyl-Al” καθώς ο κάτοχος της έγκρισης του φυτοπροστατευτικού προϊόντος ETYLIT 80 WP δεν έχει έδρα στη χώρα μας».

Με την ίδια πράξη απαγορεύθηκε η τιμολόγηση, από τον κάτοχο της εγκρίσεως, προς τα καταστήματα εμπορίας φυτοπροστατευτικών προϊόντων του επίδικου προϊόντος, χορηγήθηκε προθεσμία ενός έτους για την πώληση των υπαρχόντων αποθεμάτων του προϊόντος από τα καταστήματα λιανικής πώλησης και τη χρήση του από τους αγρότες, και ορίσθηκε ότι τυχόν αδιάθετες ποσότητες μετά παρέλευση ενός έτους συγκεντρώνονται από τον κάτοχο της έγκρισης για επανεξαγωγή ή ασφαλή καταστροφή, με ευθύνη και δαπάνες του.

5. Επειδή, η αιτούσα, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας και διέπεται από το πορτογαλικό εταιρικό δίκαιο, υποστηρίζει ότι από την άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενης πράξης θα υποστεί βλάβη ανεπανόρθωτη, ή πάντως δυσχερώς επανορθώσιμη, δεδομένου ότι θα ματαιωθεί η εμπορική δραστηριοποίησή της στην ελληνική αγορά και θα επέλθει, αντιστοίχως, απώλεια της πελατείας της. Ειδικότερα, η αιτούσα, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, διά της εμπορίας του ETYLIT 80 WP, κατέχει το 18% της ελληνικής αγοράς φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία fosetyl, προβάλλει ότι υπάρχει κίνδυνος να ακυρωθούν δύο παραγγελίες, ενόψει δε τούτου ισχυρίζεται ότι θα απoλέσει σημαντικά οικονομικά οφέλη, ο κύκλος εργασιών της θα μειωθεί κατά 66% σε σχέση με τα δεδομένα του 2008, και θα επέλθει απώλεια της πελατείας της και τρώση της φήμης της. Επίσης, προβάλλει ότι η εκτέλεση των προσβαλλόμενης πράξης ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με τη χορήγηση του αποκλειστικού δικαιώματος εμπορίας προϊόντων που περιέχουν την ουσία fosetyl, στην εταιρεία BAYER Ελλάς Α.Β.Ε.Ε., η οποία είναι η κυριότερη ανταγωνίστριά της και κατέχει, σύμφωνα με την αιτούσα, το 48% της σχετικής αγοράς στην Ελλάδα. Η επάνοδος δε της αιτούσης στην ελληνική αγορά, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, και η ανάκτηση της πελατείας της θα είναι, όπως αυτή υποστηρίζει, δυσχερώς επανορθώσιμη, διότι θα έχει ήδη απoλέσει τα μέσα διανομής στην αγορά αυτή, η ανταγωνίστριά της BAYER Ελλάς Α.Β.Ε.Ε. θα έχει εδραιωθεί και θα είναι αδύνατο να την ανταγωνιστεί, ενώ το κόστος «επανόδου» στην αγορά θα είναι, κατά τους ισχυρισμούς της, «απαγορευτικό».

6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 52 παρ. 6 του π.δ.τος 18/1989 (Α΄ 8), γίνεται δεκτή η αίτηση αναστολής όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως. Κατά δε τα παγίως κριθέντα, η οικονομική ζημία που προκαλείται από την εκτέλεση διοικητικής πράξεως δεν συνιστά καταρχήν βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, ικανή να δικαιολογήσει την αποδοχή αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της πράξεως, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι έχει τέτοια έκταση ώστε να προκαλείται ο οικονομικός κλονισμός της επιχειρήσεως του αιτούντος ή η στέρηση των μέσων βιοπορισμού του (βλ. Ε.Α. 1041/2009, 732/2007, 463, 698, 707/2006, 181, 661/2001, 208/2000). Συνεπώς, η οικονομική ζημία της αιτούσης από την ακύρωση παραγγελιών δεν συνιστά νόμιμο λόγο να χορηγηθεί αναστολή, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, όπως η ίδια ισχυρίζεται, η εν λόγω εταιρεία αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα και σε άλλες χώρες. Εξάλλου, και ο κίνδυνος να χαθεί ανεπανόρθωτα ένα μερίδιο αγοράς μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση αναστολής, εφόσον πρόκειται για σημαντικό μερίδιο, οφείλει δε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος επικαλείται την απώλεια ενός τέτοιου μεριδίου αγοράς, να αποδείξει ότι, λόγω διαρθρωτικών ή νομικών εμποδίων, είναι αδύνατη, στην περίπτωση που ακυρωθεί η επίμαχη βλαπτική διοικητική πράξη, η ανάκτηση σημαντικού κλάσματος του μεριδίου αυτού, ακόμη και αν χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων κατάλληλα μέτρα διαφημίσεως (βλ. για την αντίστοιχη προβληματική στο κοινοτικό δίκαιο, διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 4ης Δεκεμβρίου 2007, T-326/07 R, Cheminova A/S κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007 II-04877, σκέψη 100). Εν προκειμένω , όμως, ο κίνδυνος της απώλειας μεριδίου της ελληνικής αγοράς (η οποία μάλιστα, κατά τα ήδη αναφερθέντα, δεν αποτελεί τη μόνη αγορά ενδιαφέροντος της αιτούσης) δεν συνιστά λόγο αναστολής εφόσον η αιτούσα δεν απέδειξε, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής Αναστολών, ότι είναι αδύνατη η ανάκτηση σημαντικού κλάσματος του μεριδίου αυτού σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, δοθέντος, εξάλλου, ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, η τιμή του επίμαχου φυτοπροστατευτικού προϊόντος της ήταν κατά 20-25% φθηνότερη σε σχέση με την τιμή του αντίστοιχου προϊόντος της ανταγωνίστριάς της, εταιρείας BAYER Ελλάς ΑΒΕΕ. Περαιτέρω, και η ηθική (προσβολή της επαγγελματικής της φήμης) βλάβη που επικαλείται η αιτούσα δεν δικαιολογεί τη χορήγηση της ζητούμενης αναστολής, δεδομένου ότι είναι επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. Ε.Α. 1227/2008). Ενόψει όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως βάσιμη η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση, και

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 2009

και εκδόθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2010.

Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος

Μ. Βροντάκης Δ. Μουζάκη

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν θέλετε να συμπληρώνετε το κείμενο αυτό σε κάθε αναζήτηση σας; Αρκεί απλά να γραφτείτε δωρεάν στο Forin.gr πατώντας εδώ ή να συνδεθείτε με τον λογαριασμό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια! Πρόσθεσε το σχόλιο σου τώρα!